- αδιάτρητος
- -η, -ο [διατιτραίνω]αυτός που δεν διατρυπήθηκε ή δεν μπορεί να τόν διατρυπήσει κανείς, αδιατρύπητος, αδιαπέραστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιάτρητος — η, ο αδιατρύπητος: Μ όλες τις οβίδες που είχε δεχτεί, το τείχος ορθωνόταν αδιάτρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαπέραστος — η, ο [διαπερνώ] 1. αυτός που δεν τόν διαπέρασε ή δεν μπορεί να τόν διαπεράσει κανείς, αδιάβατος 2. αδιάτρητος 3. στεγανός 4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός· … Dictionary of Greek
αδιατρύπητος — η, ο [διατρυπώ] αυτός που δεν διατρυπήθηκε ή δεν μπορεί να διατρυπηθεί, ο αδιάτρητος … Dictionary of Greek
ατρύπητος — η, ο (AM ἀτρύπητος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα … Dictionary of Greek